- σιτάκη
- ἡ, Αβλ. ψιττάκη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
СИТАКА — • Sităce, Σιτάκη, многолюдный город Вавилонии, о котором, впрочем, редко упоминают, в 15 стадиях от впадения Фиска в Тигр и недалеко от мидийской стены, на месте нынешнего Эски Багдада. Хеn. Anab. 2, 4, 13 … Реальный словарь классических древностей
ψιττάκη — και σιτάκη και σιττάκη, ἡ, Α ψιττακός, παπαγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψιττάκη / σιττάκη, όπως και το αρσ. ψιττακός / σιττακός, είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, κατά πολλούς, και η καταγωγή τού πουλιού. Η σύνδεση τών τ. με το… … Dictionary of Greek